ταρακτικός

ταρακτικός
τᾰρακ-τικός, ή, όν,
A disturbing,

τῆς ψυχῆς Plu.Crass.23

([comp] Sup.); τ. καὶ νεωτερισταί, of political agitators, D.H. 5.75; of food that does not agree with the stomach,

τ. τῶν καθ' ὕπνον ὄψεων Plu.2.734f

; οἶνος τ. ib.648b, cf. Sor.1.86 (prob.), Mnesith. ap.Gal.6.645; τ. τῆς κοιλίας Id. ap. Ath.3.92b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταρακτικός — disturbing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρακτικός — ή, ό / ταρακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταραχτικός, ή, ό, Ν [ταράκτης] αυτός που προκαλεί ταραχή, ψυχική αναστάτωση, συνταρακτικός (α. «ταρακτικές ειδήσεις» β. «τῶν αἰσθητηρίων ἀκοὴ ταρακτικώτατόν ἐστι τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …   Dictionary of Greek

  • ταρακτικά — ταρακτικός disturbing neut nom/voc/acc pl ταρακτικά̱ , ταρακτικός disturbing fem nom/voc/acc dual ταρακτικά̱ , ταρακτικός disturbing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρακτικῶν — ταρακτικός disturbing fem gen pl ταρακτικός disturbing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρακτικόν — ταρακτικός disturbing masc acc sg ταρακτικός disturbing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρακτικώτατα — ταρακτικός disturbing adverbial superl ταρακτικός disturbing neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρακτικώτατον — ταρακτικός disturbing masc acc superl sg ταρακτικός disturbing neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρακτικαί — ταρακτικός disturbing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρακτικοῖς — ταρακτικός disturbing masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρακτικοί — ταρακτικός disturbing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρακτικοῦ — ταρακτικός disturbing masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”